- πολυωφελως
- πολυωφελῶςπολυ-ωφελῶςс большой пользой Xen., Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πολυωφελῶς — πολυωφελής very useful adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυωφελής — ές, ΜΑ αυτός που είναι πολύ ωφέλιμος, χρήσιμος με πολλούς τρόπους. επίρρ... πολυωφελῶς ΜΑ κατά τρόπο πολυωφελή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ωφελής (< ὄφελος, τὸ), πρβλ. κοιν ωφελής. Το ω οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek